- αδικαίαρχος
- ἀδικαίαρχος, -ον (Α) [Δικαίαρχος]άδικος άρχοντας. Χρησιμοποιήθηκε από τον Κικέρωνα ως λογοπαίγνιο για τον ιστορικό Δικαίαρχο (Epistulae ad Atticum 2, 12).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδικαίαρχοι — ἀδικαίαρχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)